- Πόλος
- Πόλοςpiuotmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόλος — piuot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
πόλος — ο 1. το κάθε άκρο άξονα γύρω από τον οποίο γυρνά πραγματική ή φανταστική σφαίρα: Πόλοι της Γης. 2. το καθένα από τα άκρα μαγνήτη ή αγωγού: Μαγνητικοί πόλοι. 3. καθετί που είναι σε θέση αντίθετη από κάποιο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
Πόλοι — Πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοι — πόλος piuot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλοιο — Πόλος piuot masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοιο — πόλος piuot masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλοις — Πόλος piuot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλοις — πόλος piuot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)